παρασίτωση

παρασίτωση
η
ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την παρουσία και ανάπτυξη παρασίτων στον οργανισμό τού ανθρώπου, λοίμωξη η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με κλινικά συμπτώματα (παρασιτική νόσος) ή να είναι κλινικά αφανής (λανθάνουσα παρασίτωση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasitosis < παράσιτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαμβλίαση — η ιατρ. κοσμοπολιτική παρασίτωση που οφείλεται στο μαστιγοφόρο πρωτόζωο λάμβλια, αλλ. γιαρδίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lambliasis < νεολατ. lamblia (< όν., τού W. D. Lambl, Αυστριακού γιατρού) + κατάλ. iasis] …   Dictionary of Greek

  • λεϊσμανίαση — Βλ. λ. λεϊσμάνια. * * * η ιατρ. παρασίτωση, κοινή στον άνθρωπο και στα ζώα, οφειλόμενη σε πρωτόζωο τού γένους λεϊσμανία, η οποία μεταδίδεται από τους σκύλους και από ορισμένα τρωκτικά με νυγμούς τού εντόμου φλεβοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ …   Dictionary of Greek

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

  • οξύουροι — οι ζωολ. τάξη φασμιδίων νηματωδών σκωλήκων, τυπικός αντιπρόσωπος τής οποίας είναι το γένος οξυουρίς ή οξύουρος ή εντερόβιος, που ζει παρασιτικά στο έντερο τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών και προκαλεί την παρασίτωση οξυουρίαση …   Dictionary of Greek

  • παρασιτικός — ή, ό / παρασιτικός, ή, όν, ΝΑ [παράσιτος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος») 2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα 3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια» ιατρ. νόσος που …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλοείδωση — η, Ν παρασίτωση τού ανθρώπου, που προκαλείται από το παράσιτο Strongyloides stercoralis και είναι συχνή στις τροπικές χώρες …   Dictionary of Greek

  • ταινίαση — η, Ν 1. ιατρ. παρασίτωση τού ανθρώπου και ορισμένων άλλων θηλαστικών οφειλόμενη σε ώριμη ταινία 2. (κτην.) ζωονόσος προκαλούμενη στα σαρκοφάγα και στα μηρυκαστικά από πολλά είδη ταινίας, καθιστώντας τα ζώα αυτά ενδιάμεσους ξενιστές ταινιάσεων… …   Dictionary of Greek

  • τοξοκάρωση — η, Ν (κτην.) πεπτική παρασίτωση, κοινή στους σκύλους και στις γάτες, η οποία προκαλεί τη δερματική μυΐαση, σπλαγχνική νόσο τών ανθρώπων …   Dictionary of Greek

  • τοξοκαρίαση — η, Ν ιατρ. παρασίτωση που προκαλείται από κατάποση αβγών τών εντερικών παρασίτων Toxocara canis τού σκύλου και Toxocara cati τής γάτας …   Dictionary of Greek

  • τριχινίαση — η, Ν ιατρ. παρασίτωση τού ανθρώπου και πολλών σαρκοβόρων ζώων, που οφείλεται στις νύμφες τού νηματώδους σκώληκα Trichinella spiralis, αλλ. τριχίνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiniasis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + iasis (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”