λαμβλίαση — η ιατρ. κοσμοπολιτική παρασίτωση που οφείλεται στο μαστιγοφόρο πρωτόζωο λάμβλια, αλλ. γιαρδίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lambliasis < νεολατ. lamblia (< όν., τού W. D. Lambl, Αυστριακού γιατρού) + κατάλ. iasis] … Dictionary of Greek
λεϊσμανίαση — Βλ. λ. λεϊσμάνια. * * * η ιατρ. παρασίτωση, κοινή στον άνθρωπο και στα ζώα, οφειλόμενη σε πρωτόζωο τού γένους λεϊσμανία, η οποία μεταδίδεται από τους σκύλους και από ορισμένα τρωκτικά με νυγμούς τού εντόμου φλεβοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ … Dictionary of Greek
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
οξύουροι — οι ζωολ. τάξη φασμιδίων νηματωδών σκωλήκων, τυπικός αντιπρόσωπος τής οποίας είναι το γένος οξυουρίς ή οξύουρος ή εντερόβιος, που ζει παρασιτικά στο έντερο τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών και προκαλεί την παρασίτωση οξυουρίαση … Dictionary of Greek
παρασιτικός — ή, ό / παρασιτικός, ή, όν, ΝΑ [παράσιτος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος») 2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα 3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια» ιατρ. νόσος που … Dictionary of Greek
στρογγυλοείδωση — η, Ν παρασίτωση τού ανθρώπου, που προκαλείται από το παράσιτο Strongyloides stercoralis και είναι συχνή στις τροπικές χώρες … Dictionary of Greek
ταινίαση — η, Ν 1. ιατρ. παρασίτωση τού ανθρώπου και ορισμένων άλλων θηλαστικών οφειλόμενη σε ώριμη ταινία 2. (κτην.) ζωονόσος προκαλούμενη στα σαρκοφάγα και στα μηρυκαστικά από πολλά είδη ταινίας, καθιστώντας τα ζώα αυτά ενδιάμεσους ξενιστές ταινιάσεων… … Dictionary of Greek
τοξοκάρωση — η, Ν (κτην.) πεπτική παρασίτωση, κοινή στους σκύλους και στις γάτες, η οποία προκαλεί τη δερματική μυΐαση, σπλαγχνική νόσο τών ανθρώπων … Dictionary of Greek
τοξοκαρίαση — η, Ν ιατρ. παρασίτωση που προκαλείται από κατάποση αβγών τών εντερικών παρασίτων Toxocara canis τού σκύλου και Toxocara cati τής γάτας … Dictionary of Greek
τριχινίαση — η, Ν ιατρ. παρασίτωση τού ανθρώπου και πολλών σαρκοβόρων ζώων, που οφείλεται στις νύμφες τού νηματώδους σκώληκα Trichinella spiralis, αλλ. τριχίνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiniasis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + iasis (<… … Dictionary of Greek